υπερκερασμένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Αυτόματη εισαγωγή άρθρου
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 13:10, 1 Ιουνίου 2012

Νέα ελληνικά (el)

  Ετυμολογία

υπερκερασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπερκερώ

  Μετοχή

υπερκερασμένος, -η, -ο

  1. → δείτε τη λέξη υπερκερώ

  Μεταφράσεις


Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «υπερκερασμενοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'υπερκερασμένοσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'υπερκερασμένος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «υπερκερασμενοσ».