υπερακοντισμένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Αυτόματη εισαγωγή άρθρου |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 13:08, 1 Ιουνίου 2012
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπερακοντισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπερακοντίζω
Μετοχή
υπερακοντισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη υπερακοντίζω
Μεταφράσεις
υπερακοντισμένος
|
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «υπερακοντισμενοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'υπερακοντισμένοσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'υπερακοντισμένος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «υπερακοντισμενοσ».