τροφοδοτημένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Αυτόματη εισαγωγή άρθρου |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 12:57, 1 Ιουνίου 2012
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τροφοδοτημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τροφοδοτώ
Μετοχή
τροφοδοτημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη τροφοδοτώ
Μεταφράσεις
τροφοδοτημένος
|
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «τροφοδοτημενοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'τροφοδοτημένοσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'τροφοδοτημένος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «τροφοδοτημενοσ».