run off: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Dvortygirl (συζήτηση | συνεισφορές)
created entry
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 08:15, 28 Αυγούστου 2005

σενέκα

English

Verb

run off

  1. To flee or depart quickly.
    Don't run off before the end of the event.
  2. (ιδιωματισμός) To make photocopies.
    Please run off a couple dozen more flyers to pass out.
  3. (with with) To steal or abscond.
    He ran off with my wallet.