πνίγω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: fr:πνίγω
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 2:
{{προσχέδιο}}
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}} < άγνωστης ετυμολογίας
: άγνωστη ετυμολογία
 
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
*# προκαλώ το θάνατο κάποιου με [[ασφυξία]] είτε [[βυθίζω|βυθίζοντας]] τον και κρατώντας μέσα σε νερό ή άλλο υγρό είτε χρησιμοποιώντας [[δηλητηριώδης|δηλητηριώδη]] αέρια ή άλλο μέσο
#: ''τον '''έπνιξαν''' με μαξιλάρι''
#* {{μτφρ}} [[καταπιέζω]]
* προκαλώ από [[αμέλεια]] ή με [[σκοπιμότητα]] τον [[πνιγμός|πνιγμό]] κάποιου στη θάλασσα
#*: ''Τὸ χέρι ὁποὺ προσφέρετε // ὡς προστασίας σημεῖον // εἰς ξένον ἔθνος, '''ἔπνιξε''' // καὶ '''πνίγει''' τοὺς λαούς σας, // πάλαι, καὶ ἀκόμα.'' (Α. Κάλβος, Αι Ευχαί, στ')
: ''το πλοίο βούλιαξε και όλο το πλήρωμα '''πνίγηκε'''''
*# προκαλώ από [[αμέλεια]] ή με [[σκοπιμότητα]] τον [[πνιγμός|πνιγμό]] κάποιου στη θάλασσα
* προκαλώ ή παθαίνω [[δύσπνοια]]
#: ''το πλοίο βούλιαξε και όλο το πλήρωμα '''πνίγηκε'''''
: ''μας '''πνίγουν''' τα καυσαέρια''
*# προκαλώ ή παθαίνω [[δύσπνοια]]
* [[στραγγαλίζω]]
#: ''τηνμας '''έπνιξεπνίγουν''' με τα ίδια του τα χέριακαυσαέρια''
*# [[στραγγαλίζω]]
* [[στενοχωρώ]] πολύ
#: ''την '''έπνιξε''' με τα ίδια του τα χέρια''
: ''με '''πνίγει''' η αδικία
*# [[στενοχωρώ]] πολύ
#: ''με '''πνίγει''' η αδικία
 
===={{συγγενικά}}====
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/πνίγω"