μαχόμενος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== {{el-κλίσ-'εργαζόμενος'|μαχόμεν|ομέν}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < μετοχή ενεστώτα του [[μ... |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 11:13, 12 Φεβρουαρίου 2012
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μαχόμενος < μετοχή ενεστώτα του μάχομαι
Μετοχή
μαχόμενος -η -ο
- ο αγωνιζόμενος, που μάχεται, που παλεύει
- Υπηρέτησε σεμνά την μαχομένη δημοσιογραφία/δικηγορία
- που του συμβαίνει κάτι ενώ δίνει μάχη
- Έπεσε μαχόμενος ο ΠΑΟΚ
- Το Ιβανώφειο γήπεδο φέρει το όνομα του Γεωργίου Ιβάνωφ, αθλητή του Ηρακλή (κολυμβητής), που έπεσε μαχόμενος κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο
Μεταφράσεις
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «μαχομενοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'μαχόμενοσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'μαχόμενος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «μαχομενοσ».