συμφέρων: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== {{προσχέδιο}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < μετοχή της καθαρεύουσας και της αρχαίας [...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 20:32, 20 Ιανουαρίου 2012

Νέα ελληνικά (el)

  Ετυμολογία

συμφέρων < μετοχή της καθαρεύουσας και της αρχαίας ελληνικής του ενεστώτα του ρήματος συμφέρω

  Μετοχή

συμφέρων αρσενικό, συμφέρουσα θηλυκό, συμφέρον ουδέτερο

  • εκείνος που συμφέρει οικονομικά, ηθικά, πρακτικά
  • Οι όροι δεν ήταν συμφέροντες για την Ελλάδα και τελικά η συμφωνία ναυάγησε
  • Βρήκαμε την πρόταση συμφέρουσα αλλά δεν το δείξαμε για να διαπραγματευθούμε κι άλλο
  • Το ουδέτερο έχει πλέον ουσιαστικοποιηθεί (μπορείτε να δειτε τη λέξη συμφέρον)

Αντώνυμα

ασύμφορος

  Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «συμφέρων'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «συμφερων».