εἰσάγω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 19:32, 6 Ιανουαρίου 2012
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Ρήμα
εἰσάγω
- οδηγώ κάποιον στο εσωτερικό (πχ ενός σπιτιού)
- συστήνω κάποιον σε κάποιους, φέρνω κάποιον σε μια ένωση προσώπων, φρατρία ή συνωμοσία
- εισάγω (εμπορεύματα)
- εισάγω (φέρνω σε έναν τόπο νέες συνήθειες)
- Πρότυπο:νομ φέρνω μια υπόθεση στη δικαιοσύνη, διώκω
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «εισαγω'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'εἰσάγω'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «εισαγω».