ολοκληρώνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 3:
 
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπειὁλοκληρώνω η< ετυμολογία{{αρχ}} [[ὁλόκληρος]]
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}''', ''παθητικό:'' [[ολοκληρώνομαι]], ''παθητική μετοχή'': [[ολοκληρωμένος]]
* φέρνω μια εργασία ή πράξη ή [[διαδικασία]] στο [[τέλος]] της, ενεργώ ώστε να μη λείπει τίποτα από αυτήν, [[τελειώνω]], την [[συμπληρώνω]] ώστε να είναι πλήρης και τέλεια, [[τελειωμένος|τελειωμένη]]
: ''όταν ο ομιλητής '''ολοκλήρωσε''' την εισήγησή του, το ακροατήριο τον χειροκρότησε θερμά''
:'''ολοκληρώνω''' τη σκέψη μου, την ερωτική πράξη, την ύπαρξή μου (π.χ. με την απόκτηση παιδιού), τη φράση μου (μη με διακόπτετε, προτού ολοκληρώσω)
 
===={{συγγενικά}}====
*[[ολοκλήρωση]]
*[[κατά|καθ']] [[ολοκληρία]]ν
*[[ολοκληρωτικός]]
*[[ολοκληρωτικά]]
*[[ολόκληρος]]
*[[ολοκληρωμένος]]