κεκτημένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== ==={{ετυμολογία}}=== {{PAGENAME}} < {{αρχ}} κεκτημένος μετοχή παθ. παρακειμέν... |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 19:04, 14 Δεκεμβρίου 2011
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
κεκτημένος < αρχαία ελληνική κεκτημένος μετοχή παθ. παρακειμένου του ρήματος κτάομαι-κτῶμαι
Μετοχή o κωδικός γλώσσας δεν υπάρχει για τα μέρη λόγου
κεκτημένος,η,ο
- που έχει κερδηθεί με προσπάθεια, αποκτηθεί, κατοχυρωθεί, επιτευχθεί
- κεκτημένο δικαίωμα, κεκτημένη ταχύτητα, κεκτημένη συνήθεια
- τα κεκτημένα, ως ουσιαστικό, όλα αυτά που έχουν κατακτηθεί στο παρελθόν με αγώνες
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αρχαία ελληνικά (grc)
Μετοχή
κεκτημένος ,η,ον
- στα αρχαία ελληνικά είχε ενεργητική σημασία και σήμαινε ο κάτοχος
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «κεκτημενοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'κεκτημένοσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'κεκτημένος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «κεκτημενοσ».