φοβέω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-grc-}}== ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < φόβος < φέβομαι ==={{ρήμα|grc}}=== '''{{PAGENAME}}''' # φοβίζω, προ...
 
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
=={{-grc-}}==
{{grc-αρχ-χρόνοι|φοβέω - φοβῶ|ἐφόβουν||ἐφόβησα||||φοβέομαι - φοβοῦμαι|ἐφοβούμην|φοβήσομαι - φοβηθήσομαι|έφοβησάμην - έφοβήθην|πεφόβημαι|έπεφοβήμην}}
 
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < [[φόβος]] < [[φέβομαι]]
 
==={{ρήμα|grc}}===
'''{{PAGENAME}}''', μέσο-παθητικό [[φοβέομαι]]
# τρέπω σε [[φυγή]]
# [[φοβίζω]], προκαλώ [[φόβο]], [[τρομοκρατώ]]
# [[φοβίζω]] με κάτι, [[απειλώ]] με κάτι
 
{{κλείδα ταξινόμησης|φοβεω}}
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/φοβέω"