φύω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 3:
 
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < πρόσφυμα j στο θέμα '''φυ'''- < πιθανόν από την [[πρωτοϊνδοευρωπαϊκός|πρωτοϊνδοευρωπαϊκή]] ρίζα '''*bʰuH'''- (φαίνομαι, ανατέλλω, γίνομαι) που θεωρειται από πολλούς κοινή στο [[αρμενικός|αρμενικό]] բոյս - '''boys''' ([[φυτό]]), στο [[σανσκριτικός|σανσκριτικό]] भवति - '''bhavati''' ([[γίνομαι]]) στον λατινικό παρελθοντικό χρόνο [[sum|'''fui''']] ([[γίνομαι|έγινα]], υπήρξα), στη λατινική μετοχή μέλλοντα [[sum|'''futurus''']] και στο αγγλικό [[beon]] (το μεταγενέστερο [[be]])
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}
 
 
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' και [[αιολικός]] τύπος '''φυίω''', μέσο: [[φύομαι]]
#με αιτιατική ή με δοτική και αιτιατική ή και αμετάβατο: [[παράγω]], [[γεννώ]], κάνω να [[φυτρώνω|φυτρώσει]], [[βγάζω]] γένια, μουστάκια, τρίχες
# {{μτβ}} [[παράγω]], [[βγάζω]], [[γεννώ]]
#:''ὅσα γῆ '''φύει'''''
#:''καρπόν τε θωμαστὸν '''φύειν''' καὶ ἄνδρας ἀγαθούς'' (η χώρα)
#:''θεοὶ '''φύουσιν''' ἀνθρώποις φρένας'' (οι θεοί φυτεύουν στον άνθρωπο το νου)
#:''ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν '''φύει''' ἡ δ᾽ ἀπολήγει'' (άλλη γενιά αφήνει απογόνους και άλλη τελειώνει)
#:''ἡ ἱρείη αὐτόθι '''φύει''' πώγωνα μέγαν...'' (η ιέρεια βγάζει γένεια... όταν πρόκειται να τους βρει κακό)
#(μεταφορικά) φέρνω στο φως
#:''χρόνος '''φύει''' τ᾽ ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται''
#η μετοχή αορίστου '''φύσας''' στον ενικό σήμαινε ο [[πατέρας]] και στον πληθυντικό '''οἱ φύσαντες''' σήμαινε οι [[γονείς]], ενώ '''ὁ φύς''' (μετοχή μέσου αορ. β΄), σήμαινε ο [[γιος]]
#το '''φύομαι''' για τα φυτά, τα ζώα και τις τρίχες σήμαινε [[φυτρώνω]], [[φύομαι]] (π.χ. πτέρωμα), ενώ για ανθρώπους σήμαινε [[γεννῶμαι]]. Επίσης είχε μεταφορική έννοια για κατι που προκύπτει, γεννιέται
#:'''''φύονται''' δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ'' (τρίχες)
#:'''''πεφυκότα''' δένδρα'' (τα δέντρα που υπάρχουν, έχουν φυτρώσει εκεί)
#:''σπέρμα παρασχών, οὗτος τῶν '''φύντων''' αἴτιος [κακῶν]'' (αυτός έσπυρε και φταίει για τα κακά που φύτρωσαν -φύντων, πληθ. της μετοχής του ἔφυν)
#:''μὴ '''φῦναι''' τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον'' (καλύτερα να μη γεννιέται κανείς)
#ο αόριστος '''ἔφυν''' και ο παρακείμενος '''πέφυκα''' λειτουργούσαν και ως '''συνδετικά''' ρήματα (συχνά με απαρέμφατα) και σήμαιναν [[είμαι]] ή [[γεννιέμαι|γεννήθηκα]] τέτοιου είδους ή είμαι [[πλασμένος]] έτσι, κάτι ορίζεται έτσι από τη φύση ή [[συνηθίζω|συνηθίζεται]]
#:''εἰ μὴ κακὸς '''πέφυκα''''' (εκτός και αν είμαι ανάξιος, κακός, αν γεννήθηκα κακός)
#:''τὰ '''φύσει''' πεφυκότα'' (όπως είναι φυσικό να γίνεται)
#:''φύσει μὴ '''πεφυκότα''' τοιαῦτα φωνεῖν'' (από τη φύση σου ξέρω ότι δεν μπορείς αυτά να τα πεις)
#:''ἄνθρωπος '''πεφυκώς''''' (σαν άνθρωπος που είναι)
#:''ὡς '''πέφυκε''' (όπως είναι φυσικό)
#:''δρᾶν '''ἔφυν''' ἀμήχανος'' (αυτό δεν είναι στη φύση μου να το κάνω)
#:''γυνὴ ἐπὶ δακρύοις '''ἔφυ''''' (η γυναίκα από τη φύση της είναι επιρρεπής στα δάκρυα)
#:''πᾶσι θνατοῖς '''ἔφυ''' μόρος'' (ο θάνατος είναι για όλους ή η φύση ορίζει ότι ο θάνατος είναι η μοίρα όλων των θνητών)
 
===={{σημειώσεις}}====
Οι τύποι του ρήματος στην ενεργητικη γωνή είναι '''φύω, ἔφυον, φύσω''' και '''ἔφυσα''' (απαρέμφατα ενεστώτα και αορίστου αντίστοιχα, '''φύειν''' και '''φῦσαι''', μετοχές αντίστοιχες, '''φύων, φύουσα, φύον''' και '''φύσας, φύσασα, φῦσαν''')
Στη μέση φωνή οι αρχικοί χρόνοι είναι '''φύομαι, ἐφυόμην, φύσομαι, ἔφυν, πέφυκα''' και '''ἐπεφύκειν'''. Τα απαρέμφατα ενεστώτα, μέλλοντα, αορίστου και παρακειμένου είναι αντίστοιχα '''φύεσθαι, φύσεσθαι, φῦναι''' και '''πεφυκέναι'''. Οι μετοχές των ίδιων χρόνων είναι '''φυόμενος-η-ον, φυσόμενος-η-ον, φύς-φῦσα-φύν''' και '''πεφυκώς-υῖα-ός'''
Εντούτοις το μέσο '''ἔφυν''' είναι ως τύπος ενεργητικός αόριστος β', όπως ένεργητικοί τύποι ειναι και το μέσο '''πέφυκα''' και '''ἐπεφύκειν'''
===={{εκφράσεις}}====
*'''ἁλιεὺς πληγεὶς νοῦν φύσει''' (παροιμία: ο ναυτικός/ψαράς που πλήττεται, βάζει μυαλό)
 
 
===Ομόηχα===
φῦναι (απαρέμφατο αορίστου ἔφυν του φύω)
φῆναι (απαρέμφατο αορίστου ἔφηνα του φαίνω)
 
===={{συνώνυμα}}====
*[[γεννῶ]]
*[[τίκτω]]
*[[φυτεύω]]
*[[γεννῶμαι]]
*[[γίγνομαι]]
 
===={{σύνθετα}}====
*[[ἀναφύω]]
*[[ἐκφύω]]
*[[ἐμφύω]]
*[[ἔμφυτος]] και νεοελληνικά [[έμφυτος]]
*[[μεταφύω]]
*[[προσφύω]]
*[[συμφύω]]
*[[σύμφυτος]]
*[[περιφύω]]
 
===={{συγγενικά}}====
*[[φύσις]] και στη νεοελληνική [[φύση]]
*[[φυλή]]
*[[φύλλον]]
*[[φύλον]]
*[[φυτεύω]]
*[[φυή]] (του σώματος)
*[[εὐφυής]] και στη νεολληνική [[ευφυής]]
*[[φυτόν]] και στη νεοελλληνικη [[φυτό]]
 
{{κλείδα ταξινόμησης|φυω}}
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/φύω"