εσπευσμένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== ==={{ετυμολογία}}=== {{PAGENAME}} < ἐσπευσμένος < {{μτχππ}} σπεύδω ==={{μετοχή}}=== {{PAGENAME}}, η, ο, μετοχ... |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 08:26, 16 Νοεμβρίου 2011
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
εσπευσμένος < ἐσπευσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σπεύδω
Μετοχή o κωδικός γλώσσας δεν υπάρχει για τα μέρη λόγου
εσπευσμένος, η, ο, μετοχή που χρησιμοποιείται ως επίθετο
- βιαστικός, με άγχος, με αγωνία, άρον-άρον, με μεγάλη σπουδή
- η εσπευσμένη αναχώρηση
Συγγενικά
- εσπευσμένα επίρρημα και πληθ. ουδετέρου
- εσπευσμένως επίρρημα της νεολλεηνικής και αρσενικό της μετοχής στον δωρικό τύπο της μετοχής εσπευσμένος της αρχαίας ελληνικής