ἄβυσσος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-grc-}}== ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < α στερητικό και βυσσός (βυθός) ==={{επίθετο|...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 20:34, 13 Νοεμβρίου 2011

Αρχαία ελληνικά (grc)

  Ετυμολογία

ἄβυσσος < α στερητικό και βυσσός (βυθός)

  Επίθετο

ὁ, ἡ ἄβυσσος, τό ἂβυσσον

  1. χωρίς βυθό ή πυθμένα ή τέλος, για τη θάλασσα ή για τεράστια χάσματα της γης με αβυσσαλέο βάθος
    ἄβυσσον πέλαγος
  2. (μεταφορικά) κάτι αχανές στο οποίο χάνεται κάποιος, το απύθμενο χάος ή το απροσμέτρητο
    ...φρένα Δίαν καθορᾶν, ὄψιν ἄβυσσον (πώς να ξέρεις τι σκέφτεται ο Δίας, με όψη σαν την άβυσσο)
    ἄβυσσος πλοῦτος
  3. (μεταφορικά) ο Άδης



  Δείτε επίσης: άβυσσος


Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «αβυσσοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'ἄβυσσοσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'ἄβυσσος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «αβυσσοσ».