ἄβυσσος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 20:34, 13 Νοεμβρίου 2011
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Επίθετο
ὁ, ἡ ἄβυσσος, τό ἂβυσσον
- χωρίς βυθό ή πυθμένα ή τέλος, για τη θάλασσα ή για τεράστια χάσματα της γης με αβυσσαλέο βάθος
- ἄβυσσον πέλαγος
- (μεταφορικά) κάτι αχανές στο οποίο χάνεται κάποιος, το απύθμενο χάος ή το απροσμέτρητο
- ...φρένα Δίαν καθορᾶν, ὄψιν ἄβυσσον (πώς να ξέρεις τι σκέφτεται ο Δίας, με όψη σαν την άβυσσο)
- ἄβυσσος πλοῦτος
- (μεταφορικά) ο Άδης
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «αβυσσοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'ἄβυσσοσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'ἄβυσσος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «αβυσσοσ».