πλαγιοκόπηση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== ==={{ετυμολογία}}=== '''πλαγιοκόπηση''' < πλαγιοκόπησις < πλαγιοκοπῶ ==={{ουσιαστικό}}=== {{θ}} #η [[...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 13:35, 24 Οκτωβρίου 2011

Νέα ελληνικά (el)

  Ετυμολογία

πλαγιοκόπηση < πλαγιοκόπησις < πλαγιοκοπῶ

Ουσιαστικό o κωδικός γλώσσας δεν υπάρχει για τα μέρη λόγου

θηλυκό

  1. η πλευροκόπηση, η επίθεση, η προσβολή και το χτύπημα στα πλάγια της παράταξης του στρατού
  2. μεταφορικά, η φραστική ή οικονομική ή άλλου είδους επίθεση σε άτομο, φορέα, εταιρεία με πλάγιο τρόπο και όχι με κατά μέτωπο αντιπαράθεση