αβάγιστος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== {{προσχέδιο|el}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < από το α- ''στερητικό'' και το βαγίζω ==={{ε...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 18:45, 23 Οκτωβρίου 2011

Νέα ελληνικά (el)

  Ετυμολογία

αβάγιστος < από το α- στερητικό και το βαγίζω

  Επίθετο

αβάγιστος

  1. άκαμπτος, αλύγιστος
  2. (Για πρόσωπα)αμετάπειστος


  Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'αβάγιστοσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'αβάγιστος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «αβαγιστοσ».