κόβω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 6:
{{ΔΦΑ|ˈkɔ.vɔ|γλ=el}}
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}''', ''παθητικό'' [[{{el-ρήμα|έκοβα|κόψω|έκοψα|κόβομαι]]|κομμένος}}
# [[διαιρώ]] κάτι σε μικρότερα [[μέρος|μέρη]]
#: ''πότε θα '''κόψουμε''' την πρωτοχρονιάτικη πίτα;''
Γραμμή 16:
#: '''''κόβω''' το κάπνισμα''
#: ''πότε θα '''κόψεις''' το παλιοτσίγαρο;''
#: {{συνώνυμασυνων}} [[σταματάω]]
# αναγκάζω κάποιον να διακόψει μια συνήθεια
#: ''θα του τα '''κόψω''' εγώ αυτά''
Γραμμή 49:
* [[κόπτης]], [[κόφτης]], [[Κόπτης]]
* [[κοπτικός]]
* [[κόπτομαι]]
* [[κοφτερός]]
* [[κόψη]]
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/κόβω"