πετσώνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Νέο Σύστημα |
ετυμ,ορ,εκφρ,συγγ |
||
Γραμμή 2:
{{προσχέδιο}}
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
# (''για υλικό'') γίνομαι σκληρός σαν πετσί
# ντύνω, καλύπτω κάτι μόνιμα, κολλώντας του δέρμα
# δένω, καλύπτω με ξύλα ομοιόμορφα, μία επιφάνεια δημιουργώντας τη βάση στην οποία θα στηριχτεί το τελικό υλικό
===={{εκφράσεις}}====
* ''την πετσώνω'': την [[τυλώνω]]
===={{συγγενικά}}====
* [[πέτσωμα]]
* [[πετσωμένος]]
===={{μεταφράσεις}}====
|