πετσώνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
AtouBot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Νέο Σύστημα
ετυμ,ορ,εκφρ,συγγ
Γραμμή 2:
{{προσχέδιο}}
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογίαμσν}} πετσώνω < [[πετσί]]
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
# (''για υλικό'') γίνομαι σκληρός σαν πετσί
# {{λείπει ο ορισμός}}
# ντύνω, καλύπτω κάτι μόνιμα, κολλώντας του δέρμα
# δένω, καλύπτω με ξύλα ομοιόμορφα, μία επιφάνεια δημιουργώντας τη βάση στην οποία θα στηριχτεί το τελικό υλικό
 
===={{εκφράσεις}}====
* ''την πετσώνω'': την [[τυλώνω]]
 
===={{συγγενικά}}====
* [[πέτσωμα]]
* [[πετσωμένος]]
 
===={{μεταφράσεις}}====
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/πετσώνω"