Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 20:
[[uk:intereso]]
interesso (ιντερέσο τό)= κέρδος, συμφέρον: «Αυτός κοιτάζει πολύ το ιντερέσο του»▼
▲interesso (ιντερέσο τό) = κέρδος, συμφέρον: «Αυτός κοιτάζει πολύ το ιντερέσο του»
|