ψάλλω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 11:
#: ''Θα σου '''ψάλλω''' τον εξάψαλμο'' ή ''Θα σου τα '''ψάλλω'''. Δεν τη γλιτώνεις!'': θα σε [[κατσαδιάζω|κατσαδιάσω]] (ίσως προέρχεται από τη [[μακρά]] [[διάρκεια]] του [[ψαλμός|ψαλμού]])
#: ''Του '''έψαλλε''' τον αναβαλλόμενο'': τον κατσάδιασε όπως σε νεκρώσιμο ακολουθία (από τον θρήνο του [[Ιωσήφ]] μπροστά στο νεκρό σώμα του [[Ιησούς|Ιησού]] που αρχίζει με τη φράση "σε τον αναβαλλόμενον το φως ως ιμάτιον")
==={{-grc-}}===▼
Στην αρχαιότητα το ρήμα σήμαινε αποσπώ, αγγίζω δυνατά και παίζω [[έγχορδος|έγχορδο]] όργανο με τα [[δάχτυλο|δάχτυλα]] -όχι με πλήκτρα. Τότε ήταν δόκιμοι ελάχιστοι τύποι του ρήματος [[ψάλλω]] και, συγκεκριμένα: ▼
*ψάλλω έψαλλον (παρατατικός) ψαλώ (μέλλων) έψαλκα (παρακείμενος)▼
===={{συγγενικά}}====
Γραμμή 27 ⟶ 19 :
* [[ψαλμός]]
* [[ψαλμωδία]]
Γραμμή 79 ⟶ 70 :
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
{{μτφ-τέλος}}
▲==={{-grc-}}===
==={{ρήμα|el}}===
▲
▲
# [[τραγουδώ]]
{{κλείδα ταξινόμησης|ψαλλω}}
|