τίλλω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Νέο Σύστημα |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 1:
=={{-
{{προσχέδιο}}
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' <
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
# (στα αρχαία ελληνικά) μαδώ κοτόπουλο ή [[φτερό|φτερά]], αλλά και [[αποσπώ]] [[τρίχα|τρίχες]], [[μαδάω]] τα μαλλιά μου ή γενικά τραβάω και [[ξεριζώνω]] τις [[τρίχα|τρίχες]] από το σώμα μου από [[ψυχικός|ψυχικό]] [[πόνος|πόνο]] και θλίψη, [[πενθώ]], αντίστοιχο με το νεολληνικό [[τραβάω τα μαλλιά μου]].
# [[βασανίζω]], [[λυπώ]], [[δυσαρεστώ]] κάποιον. Η παθητική φωνή "τίλλομαι" σήμαινε [[βασανίζομαι]], μαδιέμαι
# Συγγενές ρήμα το επίσης αρχαίο "τιλάω" που σήμαινε "αποπατώ τίλον" (δηλαδή έχω [[ευκοίλιος|ευκοίλια]], αντίστοιχο με το νεολληνικό [[τσιρλιό]])
===={{συγγενικά}}====
*[[τίλος]] και τίλμα, στα αρχ. ελλ. το λεπτό χνούδι των εφήβων
|