βολεύομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Νέο Σύστημα
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 2:
{{προσχέδιο}}
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει[[βολεύω]] η< ετυμολογία}}[[βολή]] ή εύβολος < [[βάλλω]]
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
# φροντίζω να έχω τα [[απαραίτητος|απαραίτητα]] ή την [[άνεση|άνεσή]] μου, σωματικά ή ψυχικά ή οικονομικά, [[τακτοποιούμαι]], εξασφαλίζομαι, δεν ανησυχώ, [[κατασταλάζω]], ηρεμώ
# {{λείπει ο ορισμός}}
#: "Κάνε λίγο πιο πέρα γιατί δεν βολεύομαι" (δεν χωράω καλά, δεν έχω τη στοιχειώδη άνεση)
#: "Βρήκε μια καλή δουλειά επιτέλους και '''βολεύτηκε''' το παιδί, γιατί είχα την έγνοια του δυο χρόνια τώρα που ήταν άνεργο" (θα έχει πια τα απαραίτητα)
#: "Είναι "αραχτός" γιατί '''βολεύτηκε''' στο δημόσιο" (αρνητική χροιά, τώρα τεμπελιάζει)
#: "Παντρεύτηκε μια πολύ καλή γυναίκα και βολεύτηκε" (καταστάλαξε και αισθάνεται άνετα και όμορφα μαζί της)
 
===={{συγγενικά}}====
*[[βόλεμα]]
*[[βολεματίας]]
*[[βολεμένος]]
*[[αβόλευτος]]
 
===={{μεταφράσεις}}====