ἐλευθερόω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-grc-}}== ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < ἐλεύθερος + jω ==={{ρήμα|grc}}=== '''{{PAGENAME}}''' ἐλευθερῶ # [[ελευθερώ...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 16:05, 23 Φεβρουαρίου 2010

Αρχαία ελληνικά (grc)

  Ετυμολογία

ἐλευθερόω < ἐλεύθερος + jω

  Ρήμα

ἐλευθερόω ἐλευθερῶ

  1. ελευθερώνω κάποιον από δεσμά ή βάρη ή κατηγορίες, αλλά και απολύω. Παθητική φωνή ἐλευθεροῦμαι, ανάλογο του ελευθερώνομαι
    ἐλευθερόω τινά χρεών (τον απαλλάσσω από τα χρέη)
    ἐλευθερόω τινά φόνου (τον αθωώνω)



Συνώνυμα

Συγγενικά


Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἐλευθερόω 
Παρατατικός  ἠλευθέρουν 
Μέλλοντας  ἐλευθερώσω 
Αόριστος  ἠλευθέρωσα 
Παρακείμενος  ἠλευθέρωκα 
Υπερσυντέλικος  ἠλευθερώκειν 
Συντελ.Μέλλ.


  Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «ελευθεροω'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'ἐλευθερόω'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «ελευθεροω».