τακτοποιούμαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: {{-el-}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < παθ. φωνή του τακτοποιώ < τάξη + ποιώ ==={{ρήμα}}=== '''{{PAGENAME}}'...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 08:27, 23 Φεβρουαρίου 2010

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τακτοποιούμαι < παθ. φωνή του τακτοποιώ < τάξη + ποιώ

Ρήμα o κωδικός γλώσσας δεν υπάρχει για τα μέρη λόγου

τακτοποιούμαι

  1. βάζω τον εαυτό μου ή δικά μου αντικείμενα σε τάξη
  2. βρίσκω δουλειά
    Τακτοποιήθηκε και ο Κωστάκης. Τον προσέλαβαν τελικά.


  Μεταφράσεις