στερίσκομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-grc-}}== {{δείτε|στερούμαι}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < στερίσκω ==={{ρήμα|grc}}=== '''{{PAGENAME}}''' # αρ...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 07:46, 23 Φεβρουαρίου 2010

Αρχαία ελληνικά (grc)

  Δείτε επίσης: στερούμαι

  Ετυμολογία

στερίσκομαι < στερίσκω

  Ρήμα

στερίσκομαι

  1. αρχαίος τύπος, παθητική φωνή του ρήματος στερίσκω. Αναπτύχθηκε παράλληλα με τα συνώνυμα αρχαία ρήματα στερούμαι και στέρομαι, αλλά σήμαινε περισσότερο την αφαίρεση, την κλοπή ή την αρπαγή ενός σημαντικού στοιχείου από το υποκείμενο, παρά γενικά την έλλειψή του


συνώνυμα

Συγγενικά


  Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «στερισκομαι'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'στερίσκομαι'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «στερισκομαι».