στερέω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-grc-}}== {{δείτε|στερώ}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' στερῶ < ρίζα στερ- και πρόσφυμα ε +κατάληξη ω... |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 07:31, 23 Φεβρουαρίου 2010
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- στερέω στερῶ < ρίζα στερ- και πρόσφυμα ε +κατάληξη ω
Ρήμα
στερέω
- αρχαία μορφή του νεοελληνικού ρήματος στερώ, παίρνω κάτι από κάποιον, του αφαιρώ, τον απογυμνώνω απο κάτι. Παθητική φωνή, στερούμαι και στέρομαι καθώς και στερίσκομαι από το συγγενές στερίσκω
Συγγενικά
αντώνυμα
Μεταφράσεις
στερέω
|
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «στερεω'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'στερέω'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «στερεω».