κόπτω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Νέο Σύστημα |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
{{δείτε|κόβω}}
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' <
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
# [[κόβω]], αλλά στα αρχαία ελληνικά και πλήττω, χτυπώ
# [[κόπτομαι]] στην παθητική φωνή σήμαινε ό,τι και σήμερα, τον θρήνο, την μεγάλη προσπάθεια, αλλά και το έντονο μοιρολόι, το να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο, να οδύρεσαι
# στα αρχαία με δοτική το '''κόπτομαι''' σήμαινε ότι κάτι [[κατατρύχω|κατέτρυχε]] το υποκείμενο, το βασάνιζε
===={{συνώνυμα}}====
του κόπτω
* [[τεμαχίζω]]
* [[κόβω]]
* [[τέμνω]]
* [[μαχαιρώνω]] στην έννοια του χτυπώ
===={{
του κόπτομαι
* [[ολοφύρομαι]]
* [[θρηνώ]]
* [[χτυπιέμαι]]
* [[μοιρολογώ]]
* [[φθείρομαι]]
* [[οδύρομαι]]
* [[κοπιάζω]] [[υπέρμετρος|υπέρμετρα]]
===={{συγγενικά}}====
{{(}}
*[[κοπιάζω]]
*[[κοπιάω]]
*[[κόπανος]]
*[[κόπος]]
*[[κοπή]]
*[[κόμμα]]
*[[απόκομμα]]
*[[κομμάτι]]
*[[κομματιάζω]]
*[[κατάκοπος]]
*[[ξυλοκόπος]]
{{-}}
*[[κοπετός]]
*[[κομμός]] ([[θρήνος]])
*[[κοφτός]]
*[[κόπτης]]
*[[κόφτης]]
*[[κοπίδι]]
*[[κοπτήριο]]
*[[κοπτικός|κοπτική]]
*[[εγκοπή]]
*[[συγκοπή]]
*[[πρόσκομμα]]
{{)}}
===={{σύνθετα}}====
*[[ανακόπτω]]
*[[διακόπτω]]
*[[αποκόπτω]]
*[[συγκόπτω]]
*[[προσκόπτω]]
*[[προκόβω]]
{{grc-αρχ-χρόνοι|κόπτω|ἔκοπτον|κόψω|ἔκοψα|κέκοφα, κέκοπα|ἐκεκόπειν|}}
{{grc-αρχ-χρόνοι|κόπτομαι|ἐκοπτόμην|κοπήσομαι β΄παθ.,κόψομαι|ἐκοψάμην, ἐκόπην παθ. β΄|κέκομμαι|-|κεκόψομαι|}}
===={{μεταφράσεις}}====
για το [[κόβω]]
{{μτφ-αρχή}}
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 21 ⟶ 77 :
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} -->
|