ενοχή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 3:
 
==={{ετυμολογία}}===
<μσν. 'åνοχή < 'åνέχω < 'åν + /åχω
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}
ουσιαστικό θηλυκού γένους
1. Η κατάσταση του ενεχόμενου σε κολάσιμη ή επιλήψιμη πράξη.
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/ενοχή"