συμπίπτω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Νέο Σύστημα |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 2:
{{προσχέδιο}}
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' <
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
# όταν μια ενέργεια συμβαίνει ταυτόχρονα με κάποια άλλη. Σπάνια χρησιμοποιείται στο πρώτο πρόσωπο του ενεστώτα και είναι πιο συνηθισμένο στο τρίτο πρόσωπο
#: '''συνέπεσε''' να λείπουμε όταν τηλεφώνησε (έτυχε- απρόσωπο)
#: δεν '''συμπίπτουν''' οι ώρες μας (δεν συμφωνούν)
# όταν ταυτίζονται απόψεις
# όταν συναντιώνται πρόσωπα με κοινό στόχο π.χ. σε ένα ταμείο, πέφτουν δηλαδή ο ένας πάνω στον άλλον, ή εκφράζουν κοινές απόψεις
#: '''συμπέσαμε''' φίλε μου
===={{συγγενικά}}====
*[[σύμπτωση]]
*[[πτώση]]
*[[καταπίπτω]]
*[[πτώμα]]
*[[ασυμπτωματικός]]
===={{συνώνυμα}}====
===={{μεταφράσεις}}====
|