αποθρασύνομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < μέση φωνή του αποθρασύνω < από + θράσος ==={{ρήμα|el}}=== '''...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 19:27, 19 Φεβρουαρίου 2010

Νέα ελληνικά (el)

  Ετυμολογία

αποθρασύνομαι < μέση φωνή του αποθρασύνω < από + θράσος

  Ρήμα

αποθρασύνομαι

  1. φέρομαι με αυθάδεια, παίρνω περισσότερο θάρρος από αυτό που αρμόζει στις περιστάσεις, ξεπερνώ τα λογικά όρια σε απαιτήσεις ή σε οικειότητα, υπερβαίνω τα εσκαμμένα
    Του έδωσα λίγο θάρρος, αλλά αυτός αποθρασύνθηκε (το παράκανε)

Συγγενικά

συνώνυμα


Αντώνυμα



  Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «αποθρασυνομαι'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'αποθρασύνομαι'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «αποθρασυνομαι».