έκφυση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== {{προσχέδιο}} {{el-κλίσ-'δύναμη'|έκφυσ|εκφύσ}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < ἔκφυση < {{αρχ}} [[ἐκ... |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 11:05, 19 Φεβρουαρίου 2010
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έκφυση | οι | εκφύσεις |
γενική | της | έκφυσης* | των | εκφύσεων |
αιτιατική | την | έκφυση | τις | εκφύσεις |
κλητική | έκφυση | εκφύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκφύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- έκφυση < ἔκφυση < αρχαία ελληνική ἐκ + φύω
Προφορά
Ουσιαστικό
έκφυση θηλυκό
- ορισμός λείπει
Μεταφράσεις
έκφυση
|
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «εκφυση'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'έκφυση'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «εκφυση».