τενεμπρισμός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < ιταλική λέξη tenebroso (σκοτεινός ) < tenebra η μαυρίλα, σκοτεινιά, το... |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 16:30, 16 Φεβρουαρίου 2010
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τενεμπρισμός < ιταλική λέξη tenebroso (σκοτεινός ) < tenebra η μαυρίλα, σκοτεινιά, το σκοτάδι, η καταχνιά
Ουσιαστικό
τενεμπρισμός αρσενικό
- στη ζωγραφική, η ιδιαίτερη φωτοσκίαση (κιαρασκούρο) όπου εκείνο που βασιλεύει είναι το σκούρο και σχεδόν απομονώνεται από «τα φώτα», δηλαδή τα ανοιχτά χρώματα του πίνακα
Μεταφράσεις
τενεμπρισμός
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «τενεμπρισμοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'τενεμπρισμόσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'τενεμπρισμός'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «τενεμπρισμοσ».