1.402.835
επεξεργασίες
μ (αλλαγή των πινάκων μεταφράσεων σε κρυμμένους τύπους) |
μ (Νέο Σύστημα) |
||
=={{
{{el-κλίσ-'καλός'|στερητικ}}
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < [[στέρηση]]
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|stɛ.ɾi.ti.ˈkɔs}} {{α}}
{{ΔΦΑ|stɛ.ɾi.ti.ˈci}} {{θ}}
{{ΔΦΑ|stɛ.ɾi.ti.ˈkɔ}} {{ο}}
==={{
'''{{PAGENAME}}, -ή, -ό'''
# που έχει σχέση με τη [[στέρηση]]
# (''γλωσσολογία'') '''στερητικό [[μόριο]]''': το πρόθημα των σύνθετων λέξεων που δηλώνουν [[άρνηση]], [[έλλειψη]] ή [[στέρηση]] αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό
===={{συγγενικά}}====
* [[στερημένος]]
* [[στέρηση]]
* [[στερώ]] και [[στερούμαι]]
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
|