βρόχος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ -εικ |
||
Γραμμή 5:
{{-ουσ-|el}}
Κόμπος στην άκρη ενός σχοινιού, ώστε να σφίγγει κάτι .
''Αυτοκτόνησε κάνοντας βρόχο με το καλώδιο της σόμπας.''
<!-- {{-συγγ-}}
|