Ο πλαγίαυλος κρατιόταν όπως το νεότερο φλάουτο, αλλά είχε γλωσσίδα τοποθετημένη μέσα πλάγια, στη θέση περίπου που στο φλάουτο βρίσκεται η οπή. Κατά τον Πολυδεύκη (IV, 74), ο πλαγίαυλος είχε λιβυκή προέλευση και κατασκευαζόταν από ξύλο λωτού: "αυλών δε είδη, πλάγιος, λώτινος, Λιβύων το εύρημα, πλαγίαυλον δε αυτόν Λίβυες καλούσιν" (είδη αυλών είναι ο πλάγιος, κατασκευασμένος από λωτό, εφεύρεση των Λιβύων, που τον ονομάζουν πλαγίαυλο).
Πλαγίαυλος, κατασκευασμένος από ξύλο λωτού, αιγυπτιακής προέλευσης. Λέγεται από τον Ιόβα (Αθήν. Δ', 175Ε, 78) ότι ήταν εφεύρεση του Όσιρι: "τον μόναυλον Οσίριδος είναι εύρημα, καθάπερ και τον καλούμενον φώτιγγα πλαγίαυλον... επιχωριάζει γαρ και ο φώτιγξ αυλός παρ' ημίν" (ο μόναυλος είναι εφεύρεση του Όσιρι, όπως και ο πλαγίαυλος ο λεγόμενος φώτιγξ... ο οποίος είναι συνηθισμένος σε μας [στην Αίγυπτο]). Στον Αθήναιο επίσης (Δ', 182D, 80) υπάρχει μια πιο σαφής παράγραφος για το φώτιγγα: "και οι καλούμενοι λώτινοι αυλοί ονομάζονται από τους Αλεξανδρινούς φώτιγγες. Κατασκευάζονται από ξύλο λωτού που φύεται στη Λιβύη". Ο Ησύχιος λέει μόνο πως ο φώτιγξ είναι πλαγίαυλος ("φώτιγξ... πλάγιος αυλός").