κάτοικος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
ορισμός
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
{{=el=}}
{{προσχέδιο}}
{{el-κλίσ-'άγγελος'|κάτοικ|κατοίκ}}
{{-ετυμ-}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[#Αρχαία ελληνικά (grc)|κάτοικος]] < [[κατά]] + [[οἶκος]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{προσχέδιο-ετυμ}}
 
{{-προφ-}}
{{ΔΦΑ|ˈka.ti.kɔs}}
 
{{-ουσ-|el}}
'''{{PAGENAME}}''' {{αθ}}
# αυτός που [[μένω|μένει]] ([[κατοικώ|κατοικεί]]) σε ορισμένο τόπο
#: ''οι '''κάτοικοι''' του χωριού αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους λόγω της πυρκαγιάς''
#: ''ο βρυχηθμός της αρκούδας ξύπνησε όλους τους άλλους '''κατοίκους''' του δάσους''
 
{{-συγγ-}}
* [[κατοικώ]]
* [[κατοικία]]
* [[κατοικημένος]]
* [[ακατοίκητος]]
 
{{-μτφ-}}
<!-- Βγάλτε τα 'βελάκια' για να εμφανιστεί η κάθε γλώσσα -->
{{(}}
* {{en}} : {{τ|en|inhabitant}}
Γραμμή 37 ⟶ 43 :
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{is}} : {{τ|is|ΧΧΧ}} -->
{{-}}
{{-}} <!-- Μετακινήστε το ώστε να εμφανίζονται δύο ίσες 'κολώνες' -->
* {{es}} : {{τ|es|habitante}}
<!-- * {{it}} : {{τ|it|ΧΧΧ}} -->