μονόγλωσσος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
(el) |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 21:13, 28 Ιανουαρίου 2009
- μονόγλωσσος < μονο- + -γλωσσος
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; αρσενικό
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; θηλυκό
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; ουδέτερο
Πρότυπο:-επιθ- μονόγλωσσος, -η, -ο
- που είναι γραμμένο σε μία γλώσσα
- αυτό το λεξικό είναι μονόγλωσσο
- άτομο που ομιλεί μόνο μία γλώσσα
- μονόγλωσσα παιδιά
|
|