μονόγλωσσος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Anastasiay (συζήτηση | συνεισφορές)
(el)
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 21:13, 28 Ιανουαρίου 2009

Πρότυπο:=el=

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονόγλωσσος η μονόγλωσση το μονόγλωσσο
      γενική του μονόγλωσσου της μονόγλωσσης του μονόγλωσσου
    αιτιατική τον μονόγλωσσο τη μονόγλωσση το μονόγλωσσο
     κλητική μονόγλωσσε μονόγλωσση μονόγλωσσο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονόγλωσσοι οι μονόγλωσσες τα μονόγλωσσα
      γενική των μονόγλωσσων των μονόγλωσσων των μονόγλωσσων
    αιτιατική τους μονόγλωσσους τις μονόγλωσσες τα μονόγλωσσα
     κλητική μονόγλωσσοι μονόγλωσσες μονόγλωσσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Πρότυπο:-ετυμ-

μονόγλωσσος < μονο- + -γλωσσος

Πρότυπο:-προφ-

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; αρσενικό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; θηλυκό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; ουδέτερο

Πρότυπο:-επιθ- μονόγλωσσος, -η, -ο

  1. που είναι γραμμένο σε μία γλώσσα
    αυτό το λεξικό είναι μονόγλωσσο
  2. άτομο που ομιλεί μόνο μία γλώσσα
    μονόγλωσσα παιδιά

Πρότυπο:-συγγ-

Πρότυπο:-μτφ-