66.301
επεξεργασίες
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) μ |
|||
{{=el=}}
'''Αναξιόπιστ-ος, η ο (επιθετο) αυτός που δεν είναι άξιος να γίνει πιστευτός, ο ανάξιος εμπιστοσύνης. (ουσιστικό αναξιοπιστία)'''▼
{{-ετυμ-}}
: '''{{PAGENAME}}''' < [[αν-]] στερητικό + [[αξιόπιστος]]
{{-επιθ-|el}}
'''{{PAGENAME}} -η -ο'''
▲
{{-συγγ-}}
* [[αναξιοπιστία]]
{{-μτφ-}}
<!-- Βγάλτε τα 'βελάκια' για να εμφανιστεί η κάθε γλώσσα -->
{{(}}
|