καθήκον: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών 87.203.22.25 (επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση 194.63.235.157)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
{{=el=}}
 
{{προσχέδιο}}
{{-ετυμ-}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} τα '''καθήκοντα'''< μετοχή του [[καθήκω]] (είμαι κατάλληλος για κάτι)
: '''{{PAGENAME}}''' < {{προσχέδιο-ετυμ}}
 
{{-ουσ-|el}}
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
* αυτό που οφείλει να πράξει κάποιος ακολουθώντας γραπτούς ή άγραφους κανόνες
:{{προσχέδιο-ορισμ}}
: ''επαγγελματικά '''καθήκοντα''', οικογενειακό '''καθήκον''', ηθικό '''καθήκον'''''
* η [[υπηρεσία]] ενός λειτουργού ή [[δημόσιος|δημόσιο]] [[αξίωμα]]
 
{{-συνων-}}
* [[υποχρέωση]]
* [[χρέος]]
 
{{-εκφρ-}}
* '''συζυγικά καθήκοντα''': η σεξουαλική επαφή μεταξύ συζύγων (νοούμενη ως αμοιβαία υποχρέωσή τους)
* '''απαλλάσσω/απομακρύνω κάποιον από τα καθήκοντά του''': [[απολύω]], απομακρύνω κάποιον από δημόσιο αξίωμα
 
{{-μτφ-}}
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/καθήκον"