ζηλεύω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 5:
{{-ρημ-|el}}
'''{{PAGENAME}}'''
* νιώθω [[ζήλια]]
# διακατέχομαι από παροδικά ή μόνιμα συναισθήματα [[ζήλια]]ς, [[κτητικότητα]]ς απέναντι στον ερωτικό μου σύντροφο
#: ''ο άντρας της τη '''ζηλεύει''' τόσο πολύ, που παύει να είναι κολακευτικό και γίνεται ενοχλητικό''
# [[ανταγωνίζομαι]] διαρκώς κάποιον και [[επιθυμώ]] να έχω ό,τι έχει κι αυτός
#: ''είναι πολύ συνηθισμένο τα αδέλφια να '''ζηλεύουν''' το ένα το άλλο''
# [[επιθυμώ]], νιώθω την παρόρμηση να αποκτήσω κάτι που μου αρέσει πολύ
#: ''είδα στη βιτρίνα ένα ωραίο ρούχο και το '''ζήλεψα'''''
 
{{-συγγ-}}
{{προσχέδιο-ορισμ}}
* [[ζηλιά]]
* [[ζηλιάρης]]
* [[ζηλεμένος]]
 
{{-μτφ-}}
 
 
{{(}}
* {{en}} : {{ξεν|en|envy}}, {{ξεν|fr|be jealous of}}, {{ξεν|fr|be envious of}}, {{ξεν|fr|be desirous of}}
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/ζηλεύω"