πνίγω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 2:
{{προσχέδιο}}
{{-ετυμ-}}
: άγνωστη ετυμολογία
{{-ρημ-}}
'''{{PAGENAME}}'''
* προκαλώ το θάνατο κάποιου με [[ασφυξία]] είτε [[βυθίζω|βυθίζοντας]] τον και κρατώντας μέσα σε νερό ή άλλο υγρό είτε χρησιμοποιώντας [[δηλητηριώδης|δηλητηριώδη]] αέρια ή άλλο μέσο
: ''τον '''έπνιξαν''' με μαξιλάρι''
* προκαλώ από [[αμέλεια]] ή με [[σκοπιμότητα]] τον [[πνιγμός|πνιγμό]] κάποιου στη θάλασσα
: ''το πλοίο βούλιαξε και όλο το πλήρωμα '''πνίγηκε'''''
* προκαλώ ή παθαίνω [[δύσπνοια]]
: ''μας '''πνίγουν''' τα καυσαέρια''
* [[στραγγαλίζω]]
: ''την '''έπνιξε''' με τα ίδια του τα χέρια''
* [[στενοχωρώ]] πολύ
: ''με '''πνίγει''' η αδικία
{{-συγγ-}}
* [[πνιγμός]]
* [[πνιγηρός]]
* [[πνιγμονή]]
* [[πνίγομαι]]
* [[πνίξιμο]]
{{-μτφ-}}
|