Επιλέξτε τις εκδόσεις που θέλετε να συγκρίνετε και πατήστε enter ή κάντε κλικ στο "Σύγκριση...". Για κάθε έκδοση που εμφανίζεται παρακάτω, πατήστε στην ημερομηνία της για να την δείτε.


(παρόν) = διαφορά από την παρούσα έκδοση, (προηγ.) = διαφορά από την προηγούμενη έκδοση,  μ = μικρή αλλαγή, → = επεξεργασία ενότητας, ← = αυτόματη σύνοψη επεξεργασίας

27 Μαΐου 2023

14 Αυγούστου 2019

  • τρέχουσαπροηγούμενη 06:5506:55, 14 Αυγούστου 20192a02:587:4109:2400:1f0:193e:6dd7:6c4f συζήτηση 494 bytes +76 Oxford Dictionary, στο Google επέλεξε ως γλώσσα τα αγγλικα και γράψε "την-λέξη-που-θέλεις definition" haul /hɔːl/ Μάθετε πώς προφέρεται verb 1. (of a person) pull or drag with effort or force. "he hauled his bike out of the shed" συνώνυμα: drag, pull, tug, heave, hump, trail, draw, tow, manhandle; Περισσότερα 2. (of a vehicle) pull (an attached trailer or carriage) behind it. "the engine hauls the overnight sleeper from London Euston" noun 1. a quantity of something that has been stolen or is αναίρεση

10 Μαΐου 2017

29 Ιανουαρίου 2016

27 Σεπτεμβρίου 2015

8 Σεπτεμβρίου 2014

31 Μαρτίου 2014

Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/haul"