Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Εδεσσαίος < Έδεσσα + -αίος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Εδεσσαίος αρσενικό, θηλυκό Εδεσσαία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία