↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Εγίρα
      γενική της Εγίρας
    αιτιατική την Εγίρα
     κλητική Εγίρα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Εγίρα < (λόγιο δάνειο) μεσαιωνική λατινική hegira (έξοδος από κίνδυνο) [1] < αραβική هِجْرَة (hijra, μετανάστευση, φυγή, αναχώρηση) < هَجَرَ‎ (hajara, μεταναστεύω, εγκαταλείπω) [2] [3]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eˈʝi.ra/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ε‐γί‐ρα
τονικό παρώνυμο: έγειρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Εγίρα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. hegira - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. Εγίρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)