Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Δρυμωνάρι τα Δρυμωνάρια
      γενική του Δρυμωναριού των Δρυμωναριών
    αιτιατική το Δρυμωνάρι τα Δρυμωνάρια
     κλητική Δρυμωνάρι Δρυμωνάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Δρυμωνάρι < δρυμώνας[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðɾi.moˈna.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δρυ‐μω‐νά‐ρι

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δρυμωνάρι ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Εμμανουήλ Π. Καλλίγερος, Κυθηραϊκά τοπωνύμια. Ιστορική γεωγραφία των Κυθήρων, (Αθήνα: Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών, 2011)