Δολασίκ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Δολασίκ < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ? (dolaşik, περίπλοκος, μπερδεμένος)[1][2]
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔολασίκ αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- Ντολασίκης (επώνυμο)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μανόλης Τριανταφυλλίδης (²1995), Τα οικογενειακά μας ονόματα, επιμέλεια: Ε.Σ. Στάθης. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑010‑3. 1η έκδοση, μεταθανάτια: 1982, σελ. 72.
- ↑ dolaşik