↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Διψέλιζα οι Διψέλιζες
      γενική της Διψέλιζας των Διψελιζών
    αιτιατική τη Διψέλιζα τις Διψέλιζες
     κλητική Διψέλιζα Διψέλιζες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Διψέλιζα < αρβανίτικη [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðiˈpse.li.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δι‐ψέ‐λι‐ζα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Διψέλιζα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Αθηνά, (Αθήνα: Εν Αθήναις Επιστημονική Εταιρεία, 1928), σελ. 107