Διμετρόδοντας (ζωγραφική αναπαράσταση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Διμετρόδοντας οι Διμετρόδοντες
      γενική του Διμετρόδοντα των Διμετροδόντων
    αιτιατική τον Διμετρόδοντα τους Διμετρόδοντες
     κλητική Διμετρόδοντα Διμετρόδοντες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Διμετρόδοντας αρσενικό

  • ταξινομικός όρος - γένος: σαρκοφάγο ερπετό της Πέρμιας περιόδου (πριν από περίπου 300 εκατομμύρια έτη), προπομπός των θηλαστικών
      Νέα ευρήματα δείχνουν ότι ο Διμετρόδοντας είχε αναπτύξει οδοντοστοιχία με μεγάλα κοφτερά δόντια που του επέτρεπαν όχι απλά να εξοντώνει αλλά κυριολεκτικά να διαμελίζει τα θηράματά του ακόμη και μεγάλου μεγέθους. (* εφημερίδα Το Βήμα)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία