Διμετρόδοντας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Διμετρόδοντας < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική Dimetrodon < αρχαία ελληνική δι- + μέτρ(ον) + -ό- + ὀδούς, ὀδοντ- + -ας
Κύριο όνομα
επεξεργασία
† Διμετρόδοντας αρσενικό
- ταξινομικός όρος - γένος: † σαρκοφάγο ερπετό της Πέρμιας περιόδου (πριν από περίπου 300 εκατομμύρια έτη), προπομπός των θηλαστικών
- ※ Νέα ευρήματα δείχνουν ότι ο Διμετρόδοντας είχε αναπτύξει οδοντοστοιχία με μεγάλα κοφτερά δόντια που του επέτρεπαν όχι απλά να εξοντώνει αλλά κυριολεκτικά να διαμελίζει τα θηράματά του ακόμη και μεγάλου μεγέθους. (* εφημερίδα Το Βήμα)
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Διμετρόδοντας