Δερβενοσάλεσι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Δερβενοσάλεσι | τα | Δερβενοσάλεσια |
γενική | του | Δερβενοσαλεσίου | των | Δερβενοσαλεσίων |
αιτιατική | το | Δερβενοσάλεσι | τα | Δερβενοσάλεσια |
κλητική | Δερβενοσάλεσι | Δερβενοσάλεσια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Δερβενοσάλεσι < αρβανίτικη Dervenoshalësi[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðeɾ.ve.noˈsa.le.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δερ‐βε‐νο‐σά‐λε‐σι
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Δερβενοσάλεσι ουδέτερο
- (παρωχημένο) χωριό της Βοιωτίας, πρώην ονομασία της Πύλης[2]
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Δερβενοσάλεσι