Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Δανιηλίτσα οι Δανιηλίτσες
      γενική της Δανιηλίτσας
    αιτιατική τη Δανιηλίτσα τις Δανιηλίτσες
     κλητική Δανιηλίτσα Δανιηλίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Δανιηλίτσα < Δανιηλ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα → και δείτε τη λέξη Δανιήλ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ða.ni.iˈli.t͡sa/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δανιηλίτσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Δανιηλία